ΣΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΜΟΝΗ ΕΝΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ

Ἡ κοινοβιακὴ ἱερὰ ἀδελφότης ἐπιδιώκει, μετὰ ἀνυστάκτου ζήλου, τὴν καρδιακὴν καθαρότητα τῶν μελῶν της, τὸν ἀνακαινισμὸν καὶ φωτισμὸν τοῦ νοός των, τὴν κατὰ χάριν ὑποδοχὴν τῆς «ἀλήστου γνώσεως»2 καὶ κοινωνίας τῶν «θεαρχικῶν μυστηρίων»3.(…)

Ἡ ἐπίπονος μετάνοια, ἡ καταφλέγουσα κάθε μορφὴ κακίας, ἡ ὁλοκληρωτικὴ θυσία, ἡ σύντονος ἄσκησις, ἡ αὐτοπροαίρετος ὑπακοή, ἡ ἱερὰ ἡσυχία, ἡ νῆψις καὶ ἡ κατανυκτικὴ προσευχή, ἡ μετὰ πόθου προσκαρτέρησις τοῦ οὐρανίου Νυμφίου, ἡ ἀναζήτησις τῆς ἀδιαλείπτου κοινωνίας, τῆς ἀσυγχύτου, ἀπερινοήτου καὶ μυστικῆς ἑνότητος μὲ τὸν Χριστόν, εἶναι τὸ καθ’ ἡμέραν καὶ νύκτα ἐντρύφημα τῶν μοναχῶν. Ἡ ζωή τους εἶναι μία συνειδητὴ ἀποκαραδοκία τῆς φωνῆς, τοῦ θελήματος καὶ τῆς φύσεώς Του∙ καὶ προκείμενον τέλος εἶναι «αἱ παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐπαγγελίαι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, ἡ υἱοθεσία, ἡ ἐκθέωσις, ἡ τῶν οὐρανίων θησαυρῶν ἀποκάλυψις καὶ κτῆσις καὶ ἀπόλαυσις»4.

Περὶ τῆς Συνάξεως τῆς Ἀδελφότητος

Εἰς πᾶσαν περίπτωσιν, ἡ Σύναξις τῆς ἀδελφότητος εἶναι μία ἀφορμὴ νὰ βιωθῇ ὑπὸ τοῦ σώματος αὐτῆς ἡ ἀγαθοποιὸς καὶ θεοποιὸς δωρεὰ τῆς κλήσεως εἰς τὴν μοναχικὴν πολιτείαν. Αἱ ἀδελφαὶ ἵστανται καλῶς, ἔχουσαι τὴν ἀγγελοπρεπῆ συντονίαν56 ἁρμονικῶς συνηρμοσμένην μὲ τὴν λεγομένην χαρὰν τῶν ἀγγέλων57, διότι ὅλα, ὅσα διδάσκονται, συζητοῦν καὶ ἀποφασίζουν, ἀφοροῦν εἰς τὴν κοινὴν πορείαν τῆς ἀδελφότητος πρὸς τὴν θέωσιν. (…)

Εσωτερική Ζωή

Αἱ μοναχαὶ κατοικοῦν ἐπὶ τὸ αὐτὸ θεολογικὸν ὄρος καὶ ἀποτελοῦν συνοδία. Δὲν ὑπάρχει ἰδιόρρυθμος κίνησις εἰς τὸ κοινόβιον ἀλλὰ ἀδιάστατος ἑνότης καὶ ἄφυρτος κοινωνία, ἵνα ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογῆται καὶ συμφώνως δοξάζηται ὁ πανάγιος Τριαδικὸς Θεός. Ἡ ζωὴ τῶν μοναχῶν εἰς τὸ ἱερὸν Κοινόβιον συστήνεται ἁρμονικῶς καὶ ἀλληλοδιαδόχως ἐκ τῆς κατὰ Θεὸν ἀγρυπνίας121, τῆς ἐν τῷ Ναῷ Λατρείας, τῆς ψυχωφελοῦς μελέτης καὶ ἐκ τῆς παντοιοτρόπου καὶ κάθ’ὑπακοὴν ἐργασίας καὶ διακονίας. (…)

Περὶ ἀγρυπνίας καὶ ἡσυχίας

Αἱ μοναχαί, ὡς καθαρώτατα στρουθία, ἀγρυπνοῦν κάθ’ἑκάστην νύκτα εἰς τὸ κελλίον των ἀναζητοῦσαι, «ἀνολιγώρως καὶ καρτερῶς»122 καὶ ἐν κατανύξει, διὰ τῆς ἐπιμόνου νοερᾶς προσευχῆς, τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ καὶ «τὴν ἐντὸς αὐτῶν οὖσαν τῶν οὐρανῶν βασιλείαν»123. Εἰς τὴν ἡσυχίαν τῆς νυκτὸς ἀγωνίζονται νὰ κερδίσουν τὴν καθαρότητα τῆς ἡμέρας, τὴν εἰρήνευσιν τῶν ψυχικῶν των δυνάμεων, τὴν ἐπίγνωσιν τοῦ κρυφοῦ πολέμου τῶν ψυχῶν των, τῶν ἀπορρήτων τῆς κακίας παθῶν καὶ τῶν ἔσω δεσμῶν124. Εἰς τὸ ἀμυδρὸν φῶς τῆς κανδήλας ὑφαίνουν τοὺς χιτῶνας τῆς ἀπαθείας, κερδίζουν τὸν ἔλεγχον τοῦ σώματός των καὶ τὴν νῆψιν τοῦ νοός των. Ὑπομένουσαι ὑπομένουν τὸν Κύριον125, ἐπαιτοῦσαι τὴν κάθαρσιν καὶ τὴν ὑγείαν τῶν ψυχῶν των καὶ τὴν ἄρρητον συνομιλίαν καὶ ἕνωσιν. Ἀπὸ τὶς ἀναγγελίες ἑκάστης νυκτὸς126 πείθονται διὰ τὴν ἀλήθειαν ὅλων τῶν ὑποσχομένων ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ φωτίζονται ἀπλανῶς «εἰς τὸ βλέπειν καὶ ποιεῖν τὰ προσήκοντα»127. (…)

Περὶ Λατρείας καὶ Θείας Λειτουργίας

Τὸ καθολικὸν εἶναι τὸ πνευματικὸν κέντρον τῆς Μονῆς∙ εἶναι ὁ πνευματικὸς λάρυγξ τῆς ἀδελφότητος, εἰς τὸν ὁποῖον φέρονται «αἱ ὑψώσεις τοῦ Θεοῦ»129. Ἐκεῖ συνάγονται τὰ μέλη της διὰ νὰ Τὸν λατρεύσουν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἴδουν τὴν δύναμίν του καὶ τὴν δόξαν του130. Εἰς αὐτὸ τελοῦνται ἅπασαι αἱ ἀκολουθίαι τοῦ νυχθημέρου, ἄνευ κενοδόξων καινοτομιῶν ἀλλὰ μετὰ ἀγαπητικῆς πιστότητος εἰς τὰ ἀρχαῖα καὶ ἀειθαλῆ τυπικὰ τῆς καθ’ ἡμᾶς μοναχικῆς παραδόσεως, τοῦ ἁγίου Σάββα, τῶν Φιλοκαλικῶν πατέρων, τῶν Κολλυβάδων τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ τῆς Σκιάθου, ἅτινα δέον νὰ σέβωνται, στοιχούμενοι πρὸς τὰς ὑποδείξεις τῶν ἁρμοδίων ἀδελφῶν, πάντες οἱ προσκαλούμενοι εὐλαβεῖς ἱερεῖς. (…)

Ἡ λειτουργικὴ ζωὴ εἶναι οὐράνιος μήτρα ἡ ὁποία γεννᾷ θεοὺς κατὰ χάριν∙ διὸ τὰ τελούμενα δέον νὰ γίνωνται εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν, μὲ χάριν καὶ φυσικότητα, ἀνάλαφρα καὶ φλογερά. Δὲν ἐπιτρέπονται βιαστικαὶ ἀναγνώσεις καὶ ἀνευλαβεῖς κινήσεις. Αἱ ψαλμωδίαι νὰ γίνωνται ἀβιάστως «μετὰ πολλῆς προσοχῆς καὶ κατανύξεως, μὲ ἦθος ταπεινόν, πλὴν ἄνευ νωθρότητος»131. (…)

Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ὁ τόπος εἰς τὸν ὁποῖον εὐωδοῦται ὁ ἱερὸς πόθος τῶν μοναχῶν, καθὼς φανερώνεται ἐκφαντορικῶς ἡ εὐλογημένη βασιλεία τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ μεταδίδεται ἡ θεία ζωὴ ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον τῆς δόξης, ὁ ὁποῖος καθιστᾶ «ἐδώδιμον» τὸν ἑαυτόν Του, «ποιότητι θείᾳ πρὸς θέωσιν, μετακιρνῶν τοὺς ἐσθίοντας»134. Αἱ μοναχαί, μετέχουσαι εἰς τὸ ἀληθέστατον τοῦτο καὶ ὑπερμέγιστον μυστήριον, διδάσκονται «ὡς ὁμότροφοι»135 τὴν ἔνθεον συμπεριφορὰν καὶ πείθονται «προκρίνειν τὴν ἀλήθειαν καὶ αὐτῆς τῆς φύσεως»136. (…)

Εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν ὁλοκληρώνεται ἡ ἀσκητικὴ προσπάθεια καὶ αἱ πνευματικαὶ μεθηλικιώσεις των. Εἰς αὐτὴν ἐξοικειώνονται καλῶς μὲ τὸ νοητὸν φῶς τῆς ἄνω πόλεως, καὶ δι’ αὐτοῦ ἑνώνονται «εἰς μίαν ἀληθῆ καὶ καθαρὰν καὶ μονοειδῆ γνῶσιν»137. Διὸ καὶ ἡ θεία Λειτουργία προκρίνεται παντὸς ἔργου εἰς τὴν Ἱερὰν Μονήν, καὶ εἰ δυνατὸν τελεῖται καθ’ ἑκάστην ἡμέραν∙ αἱ δὲ ἀδελφαὶ κοινωνοῦν «τὰς δωρεὰς τῶν θεουργιῶν»138, ὅσον τὸ δυνατὸν συχνότερα, ἀναλόγως τῆς εὐλογίας τοῦ Πνευματικοῦ Πατρὸς καὶ τῆς συμφώνου γνώμης τῆς Καθηγουμένης. (…)

Περὶ ἐργασίας καὶ διακονημάτων

Εἰς τὴν Μονὴν δὲν κυριαρχεῖ μία τάσις οὔτε παραθεωρεῖται ἡ εὐλογημένη ἰσορροπία τῆς ἀληθοῦς θεανθρώπινης ζωῆς. Θεία καὶ φυσικὴ πραγματικότης εἶναι ἑνωμέναι χαρισματικῶς καὶ ὅλαι αἱ καταστάσεις καὶ αἱ ἐκφράσεις ἰσορροποῦν θεολογικῶς. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη, ὁ λόγος καὶ ἡ σιωπή, ἡ εὐχὴ καὶ ἡ ψαλμωδία, ἡ ἄσκησις καὶ ἡ Εὐχαριστία, ἡ μόνωσις καὶ ἡ ἀληθὴς κοινωνία, ἡ θεία ζωὴ ἡ ὁποία χαρίζεται, καὶ ἡ ἀνθρώπινη ἡ ὁποία δικαιώνεται, καὶ «καθάρσει ὑψοῦται, λαμπρύνεται τῇ τριαδικῇ μονάδι ἱεροκρυφίως»170.

* Τα παραπάνω κείμενα αποτελούν αποσπάσματα του Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας της Ι.Μ.Αγ.Θεοδώρων υπο του πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννη Δρογγίτη.
  • 1 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Θείων Ὀνομάτων, P.G 3, 644Α.
  • 2 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Μυσταγωγία, P.G 91, 673Β.
  • 3 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς καὶ Οὐράνιας Ἱεραρχίας, P.G 3, 425Α.
  • 4 Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, κεφ. 14, σελ. 361, στ. 20, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοὶ Πατέρες Τῆς Ἐκκλησίας, π. Ἰωάννης Ρωμανίδης-Δ. Κοντοστεργίου, Ἐκδ. Πουρναρᾶ.
  • 121 Μ. Ἀθανασίου, Ἐπιστολὴ Πρὸς Κάστορα, P.G 28, 320B, σελ. 880.
  • 122 Ὑποτύπωσις Ὁσίου Χριστοδούλου, Miklosich-Muller , κεφ. ιστ’, σελ. 70.
  • 123 Αὐτόθι.
  • 124 Μακαρίου Τοῦ Αἰγυπτίου, P.G 34, 964Β.
  • 125 Πρβλ. Ψαλμ. ΛΘ’.
  • 126 Πρβλ. Ψαλμ. ΙΗ’.
  • 127 Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, Ἐκδ. Ἀστήρ, τόμ. Γ’, σελ. 18.
  • 129 Ψαλμ. ΡΜΘ’.
  • 130 Πρβλ. Ψαλμ. ΞΒ’.
  • 131 Ἀγαπίου Ἱερομονάχου Καὶ Νικοδήμου Μοναχοῦ, Πηδάλιον Τῆς Νοητῆς Νηός, Κανὼν ΟΕ’.,
  • 134 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Εἰς Τὴν Προσευχὴν Τοῦ Πάτερ Ἡμῶν, P.G 90, 877C.
  • 135 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, P.G 3, 428Β.
  • 136 Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια Διάφορα, P.G 90, 1221Α.
  • 137 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Θείων Ὀνομάτων, P.G 3, 701Β.
  • 138 Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περὶ Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, P.G 3, 425D.
  • 170 Ἀναβαθμοί, Ἦχος δ’, Ἀντίφωνον Α’.